Η δική σου φυλακή.
Έτσι μοιάζει λοιπόν η φυλακή… γιατί μη νομίζεις κι αυτό ένα κελί είναι, λίγο διαφορετικό απ’ τα υπόλοιπα, μα πάντα κελί θα παραμένει. Τα κάγκελα του ίσως να μη φαίνονται, συγκρατούμενοι ίσως να μην υπάρχουν, ούτε και δεσμοφύλακες… και πάλι όμως φυλακή το ονομάζουν. Τη δίκη σου φυλακή.
Τη φυλακή στην οποία αποφάσισες να κλείσεις τον εαυτό σου, να τον παρατήσεις πιστεύοντας πως έτσι θα τον κρατούσες ικανοποιημένο. Μα που να φανταζόσουν πως εκείνο το φως που έλουζε το πρόσωπο σου θα λιγόστευε μέρα παρά μέρα. Που να ξέρες πως εκείνα τα σκουριασμένα κάγκελα θα άρχιζαν να φαίνονται ακόμα και στα δικά σου μάτια. Δε σκέφτηκες καν πως κάποτε ίσως να φτάνε αυτή η μέρα… η μέρα που θα στεκόσουν μέσα απ’ αυτά τα ρημαδιασμένα σίδερα προσπαθώντας να φτάσεις όσα κλείδωσες εκεί έξω.
Δεν έφταιγες, όχι… δεν το χες καταλάβει. Βλέπεις δεν είχες υπολογίσει πως θα έφτανε η στιγμή που θα ξυπνούσες, όχι τόσο σύντομα τουλάχιστο. Να θυμάσαι άραγε εκείνες τις συμβουλές; Εκείνες που σου ψέλλιζαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, όλα εκείνα τα λόγια, όλα πάντα το κάλο σου, αυτά που τελικά σε οδήγησαν σ’ ένα απύθμενο λαβύρινθο. Βλέπεις, κατάφεραν να σε πείσουν για ένα αύριο που ποτέ δεν θέλησες. Κατάφεραν να σε αποδυναμώσουν, να σε κάνουν να πιστέψεις πως πάντα θα χρειαζόσουν κάποιον να σε καθοδηγεί.
Αντιστάθηκες στη αρχή, ναι αντιστάθηκες. Το δηλητήριο τους όμως δεν άργησε να επιδράσει. Το χειρότερο, με το χειρότερο τους δηλητήριο σε μέθυσαν. Τον φόβο. Τον φόβο της μοναξιάς, τον φόβο ενός αβέβαιου αύριο, τον φόβο της αποτυχίας, της αλλαγής, το φόβο μιας καινούργιας αρχής… και κάπως έτσι συμβιβαστικές. Αυτό έκανες, συμβιβάστηκες. Για ένα σίγουρο αύριο, χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. Βαρετό, μονότονο και μουντό. Σε εκείνο λοιπόν το μακρινό αύριο ακούμπησες τις ελπίδες σου. Σε ένα αύριο που η αγάπη των άλλων θα περίσσευε, μα που η δική σου θα ‘χε στερέψει προ πολλού.
Και τώρα θες να ζήσεις, τώρα που τα χρόνια άρχισαν να σε προσπερνούν τόσο βιαστικά, που οι αναμνήσεις δεν είναι αρκετές για να σε κρατήσουν, τώρα που το κορμί σου δεν ημερεύει, τώρα ξαφνικά θες να ζήσεις. Πως στο κάλο θα γκρεμίσεις τους τοίχους που τόσο καλά έχτισες για σένα; Τώρα που νιώθεις πως μεγαλώνεις, που θα βρεις το κουράγιο για ένα νέο ξεκίνημα; Θες να επαναστατήσεις, να σπάσεις τα δεσμά σου. Να μπορούσες μόνο να γυρίσεις το χρόνο πίσω, πίσω σ’ εκείνη τη στιγμή που η απόφαση ήταν δική σου και εσύ απλά τους την χάρισες.
Ζητάς απεγνωσμένα από κάποιον να σε σώσει. Να σε πάρει απ’ το χέρι, να σου πει πως θα σταθεί διπλά σου, πως δε θα σ’ αφήσει, πως θα παλέψει μαζί σου, πως θα παλέψει για σένα… «Κρίμα»… και πάλι όμως, δε φταις εσύ. Βλέπεις έτσι σε έμαθαν, αυτό σε έκαναν να πιστεύεις, πως πάντα θα θες ένα ξένο χέρι να σε στηρίζει. Να λοιπόν που για άλλη μια φορά αυτό αποζητάς, ένα νέο χέρι που θα σε πάρει μακριά απ’ το παλιό.